- σπογγίτης
- σπογγ-ίτης [ῑ], ου, ὁ,A of, in, or like a sponge: only fem. [suff] σπογγ-ῖτις, ιδος, ἡ, of a stone, Plin.HN37.182;
βοτάνη Aët.4.25
, prob. in 6.80, 9.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βοτάνη Aët.4.25
, prob. in 6.80, 9.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπογγίτης — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγίτης — ό, θηλ. σπογγῑτις, ίτιδος, ΜΑ 1. ονομασία πορώδους λίθου 2. (για άρτο) αφρώδης, αφράτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
σπογγίτην — σπογγίτης of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
σπογγίτις — ίτιδος, ἡ Α βλ. σπογγίτης … Dictionary of Greek